-
1 χρεώ
χρεώ, [dialect] Ep. [full] χρειώ, gen. οῦς, ἡ, less freq. neut., Il.10.142, Od.2.28, 5.189 (where τόσον agrees with χ.), 4.312, Il.10.85, 11.606, perh. 9.197, 608, 21.322, 23.308, Od.4.707;Aτὸ χ. Inscr.Prien.9
), al. (ii/i B. C.): ([etym.] χρή, χρεία):—want, need; ἦ τι μάλα χρεώ of a truth there is much need, Il.9.197; χρειοῖ ἀναγκαίῃ by dire necessity, 8.57;ἀναγκαίης ὕπο χρειοῦς φεύγοντες Sol.[36.9]
ap.Arist.Ath.12.4: c. gen., ἵν' οὐ χρεὼ πείς ματός ἐστιν where there is no need of a cable, Od.9.136; χρειὼ ἱκάνεται want, necessity arises, Il.10.118, cf. 142, Od.6.136;εἴ ποτε δὴ αὖτε χρειὼ ἐμεῖο γένηται Il.1.341
;χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς 10.172
;τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε;.. δήμιον ἦ ἴδιον; Od.4.312
; ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι if so great a need should come upon me, 5.189;τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; 2.28
; also ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (sc. τῆς νηός, χρεὼ γίγνεται being = χρή 1.2) 4.634; evenοὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Il.21.322
.2 used by Hom. ellipt., χρεώ c. acc. pers., τίπτε δέ σε χρεώ (sc. ἱκάνει); Od.1.225, Il. 10.85: folld. by a gen., οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς need of it touches me not, 9.608;χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ 10.43
, cf. 9.75;τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; 11.606
: also c. inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς he needs must stand firm, ib. 409;οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od.4.707
, cf. Il.18.406, Od.15.201, A.R.1.649.II = χρεών, necessity, destiny, fate, A.R.1.440;ἡ εἰς τὸ χ. μετάστασις Inscr.Prien.99
, al. (ii/i B. C.). -
2 ἱκάνω
ἱκάνω [ ῐκᾱ], [tense] impf. ἵκᾱνον [ῑ by the augm.], used only in these tenses, the [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf. being supplied by ἱκνέομαι:—lengthd. form of ἵκω, found in [dialect] Ep. and Lyr., sts. in Trag.,A come, ἐς Χρύσην, ἐς Σκαιὰς.. πύλας, Il.1.431, 9.354;ἐπὶ νῆας 2.17
;ἐνθάδε Od.15.492
; so (anap.);οἷ ἱκάνομεν S.El.8
;πρὸς ἐσχατιάν Pi.O. 3.43
, cf. B.10.96: in Hom. mostly c. acc., to come to,ἱκάνω νῆας Ἁχαιῶν Il.24.501
;ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ Od.4.139
; laterἱ. δόμους A. Pers. 159
(troch.): abs.,ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον Il.9.197
;εὖ ἱκάνεις S. El. 1102
.2 reach, attain to, [ἐλάτη] δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288
;φωνὴ δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν 15.686
; [ἄνεμος] αἰπὺν ἱ. οὐρανόν Sol.13.21
; ἥβης μέτρον ἱ. Od.18.217, 19.532.II c. acc. pers., esp. of grief, hardship, etc.;με πένθος ἱκάνει Od.6.169
;μέγα πένθος Ἁχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Il.1.254
; τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵ. Od.23.93; ἄλγος, γῆρας, δύη, κάματος, κῆδος, ὀϊζύς, μόρος, ἱκάνει τινά, 2.41, Il.4.321 (v.l.), Od.18.81, 5.457, Il.15.245, Od.5.289, Il.18.465; ; με παλαίφατα θέσφαθ' ἱκάνει they are fulfilled upon me, Od.9.507: c. dupl. acc., μιν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱ. Il.2.171: rarely c. dat.,σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω Od.21.209
.2 of a suppliant, , al.III [voice] Med., in signf. 1.1,οἶκον ἱκάνεται 23.7
; in signf. 11.1,χρειὼ γὰρ ἱκάνεται Il.10.118
; in signf. 11.2,τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι 18.457
, Od.3.92, 4.322. (Fr. ἱκ-ᾰνϝ-ω, ἱκ-ṇ ϝ-ω (cf. ἱκνέομαι); [dialect] Aeol. ἴκᾰνε dub. in Alc.Supp.34, [ἴ?ἱκάνωXκᾱ]νε prob. in Sapph.Oxy.2076.16; ἵκᾰνον f.l. in Od.15.101.) -
3 χρεώ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρεώ
См. также в других словарях:
χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… … Dictionary of Greek